δυστόπαστος

δυστόπαστος
δυστόπ-αστος, ον,
A hard to guess,

ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι E.Tr.885

;

Φοίβου δυστόπαστ' αἰνίγματα Id.Supp.138

, cf. Phld.Mort.37;

αἰτία Plu.Rom. 21

;

κοσμοποιός Ph.1.570

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δυστόπαστος — δυστόπαστος, ον (Α) αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τόν φανταστεί ή να τόν μαντέψει, δυσείκαστος …   Dictionary of Greek

  • δυστόπαστος — hard to guess masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστόπαστον — δυστόπαστος hard to guess masc/fem acc sg δυστόπαστος hard to guess neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστοπάστῳ — δυστόπαστος hard to guess masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυστόπαστ' — δυστόπαστα , δυστόπαστος hard to guess neut nom/voc/acc pl δυστόπαστε , δυστόπαστος hard to guess masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”