- δυστόπαστος
- δυστόπ-αστος, ον,A hard to guess,
ὅστις ποτ' εἶ σύ, δυστόπαστος εἰδέναι E.Tr.885
;Φοίβου δυστόπαστ' αἰνίγματα Id.Supp.138
, cf. Phld.Mort.37;αἰτία Plu.Rom. 21
;κοσμοποιός Ph.1.570
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.